- ανεξέλεγκτος
- -η, -ο (Α ἀνεξέλεγκτος, -ον)1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχοαρχ.1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί2. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον καταδικάσει, άμεμπτος, άψογος.
Dictionary of Greek. 2013.